- μετρητής
- ο1. αυτός που μετράει, ο καταμετρητής.2. συσκευή μέτρησης: Μετρητής θερμότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετρητής — measurer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρήτης — μετρητής measurer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
μετρητῆς — μετρητός measurable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρηταῖς — μετρητής measurer masc dat pl μετρητός measurable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρηταί — μετρητής measurer masc nom/voc pl μετρητός measurable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοῦ — μετρητής measurer masc gen sg μετρητός measurable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῇ — μετρητής measurer masc dat sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητήν — μετρητής measurer masc acc sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῶν — μετρητής measurer masc gen pl μετρητός measurable fem gen pl μετρητός measurable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)